- παραχώρηση
- η / παραχώρησις, -ήσεως, ΝΜΑ [παραχωρώ]1. η εκούσια εκχώρηση από κάποιον ενός πράγματος ή δικαιώματος σε άλλον2. η ανοχή τού κακού εκ μέρους τού Θεού από σεβασμό προς την ελευθερία τού ατόμου και για λόγους παιδευτικούς προς διευκόλυνση τής σωτηρίας του (α. «κατά θείαν παραχώρησιν» — επειδή έτσι επέτρεψε ο Θεός να γίνειβ. «παραχωρήσεως Θεοῡ γενομένης καὶ ἰσχύουσιν καὶ μεταβάλλονται... οἱ δαίμονες», Ιω. Δαμασκ.)νεοελλ.1. (νομ.) η υπέρ τρίτου αποξένωση τού δικαιούχου από δικαίωμα ή δικαιώματα του2. διεθν. δίκ. η παραχώρηση τμήματος χώρας σε άλλο κράτος, με συνθήκη εκούσια ή ως αποτέλεσμα άμεσου ή έμμεσου εξαναγκασμού3. φρ. «παραχώρηση πλοίου»(ναυτ. δίκ.) η απαλλαγή τού πλοιοκτήτη από τις υποχρεώσεις του, οι οποίες απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που επιχείρησε ο πλοίαρχος και από τις αδικοπραξίες που επιχείρησαν ο πλοίαρχος, το πλήρωμα ή ο πλοηγός κατά την εκτέλεση τών καθηκόντων τουςμσν.διαγραφή χρεώναρχ.1. υποχώρηση, οπισθοχώρηση2. το να απομακρυνθεί, να αποσυρθεί κάποιος από περιοχή ή από αξίωμα.
Dictionary of Greek. 2013.